- κολλεψός
- κολλεψός, ὁ (Α)αυτός που παρασκεύαζε κόλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -εψός (< ἕψω «βράζω»), πρβλ. λιν-εψός, χυτρ-εψός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek